Υπάρχει ένας ιδιαίτερος πόνος του χωρισμού χωρίς λόγο, όταν μένεις πίσω να κρατάς τα κομμάτια μιας αγάπης που ξαφνικά κατέρρευσε, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς εξηγήσεις. Είναι σαν μια πόρτα που έκλεισε απότομα, αφήνοντάς σε έξω στο κρύο, χωρίς καν να σου δώσει την ευκαιρία να καταλάβεις το γιατί. Νιώθεις χαμένος, σαν να περπατάς σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο από ερωτήσεις και αμφιβολίες που δεν έχουν απάντηση.
Κοιτάς πίσω, αναλύεις τις στιγμές, τις λέξεις, τα βλέμματα. Ψάχνεις απεγνωσμένα να βρεις κάτι, έστω ένα μικρό σημάδι που θα μπορούσε να σου εξηγήσει τι πήγε στραβά. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Η σιωπή είναι εκκωφαντική και γεμάτη με ερωτήματα που μένουν μετέωρα. «Τι έκανα λάθος;», «Γιατί δεν μου είπε;», «Ήταν κάτι που είπα; Κάτι που δεν κατάλαβα;». Η άγνοια είναι το πιο βασανιστικό μέρος, γιατί σε αφήνει να πνίγεσαι μέσα στην αβεβαιότητα.
Και τότε ξεκινά η πτώση. Η καρδιά σου βαραίνει κάθε φορά που σκέφτεσαι το πρόσωπό του, κάθε φορά που ξαναζείς τις αναμνήσεις που τώρα μοιάζουν ξένες. Είναι σαν να προσπαθείς να πιάσεις τον καπνό, αλλά όσο πιο σφιχτά κλείνεις τις παλάμες σου, τόσο πιο γρήγορα χάνεται. Η αγάπη που κάποτε φάνταζε αιώνια, τώρα μοιάζει σαν ένα όνειρο που εξαφανίστηκε μόλις ξύπνησες.
Οι μέρες περνούν, αλλά η αίσθηση της απώλειας μένει. Ξυπνάς το πρωί και για μια στιγμή ξεχνάς, μέχρι που η πραγματικότητα σε χτυπάει σαν κύμα, ξανά και ξανά. Είναι εκείνο το άδειο σημείο στο κρεβάτι, εκείνη η σιωπή που σου υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει πια. Κάθε γωνιά του σπιτιού, κάθε τραγούδι που ακούγεται στο ραδιόφωνο, όλα έχουν τη δική τους θύμηση, και κάθε θύμηση είναι μια μικρή πληγή που δεν λέει να κλείσει.
Θέλεις να φωνάξεις, να τον ρωτήσεις «Γιατί;». Αλλά οι λέξεις δεν βγαίνουν. Ο φόβος της απόρριψης, η ανάγκη για μια απάντηση που ίσως δεν έρθει ποτέ, σε καθηλώνουν. Προσπαθείς να προχωρήσεις, αλλά κάθε βήμα μοιάζει αβέβαιο, σαν να περπατάς σε γυαλί που μπορεί να σπάσει από τη μια στιγμή στην άλλη. Κρατάς τον εαυτό σου δυνατά, γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή, και προσποιείσαι ότι είσαι καλά, ακόμα κι όταν μέσα σου νιώθεις ρημαγμένος.
Και όμως, παρά τον πόνο, προσπαθείς να συνεχίσεις. Προσπαθείς να βρεις λόγους να χαμογελάσεις, να γεμίσεις το κενό με κάτι άλλο. Αλλά δεν είναι εύκολο, γιατί πάντα θα αναρωτιέσαι τι πήγε στραβά. Κι αυτή η άγνοια, αυτή η σιωπηλή απουσία, θα σε στοιχειώνει μέχρι να καταφέρεις να την αποδεχτείς. Να αποδεχτείς ότι μερικές φορές οι άνθρωποι φεύγουν, όχι επειδή δεν άξιζες, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να μείνουν.
Ο πόνος του να μην ξέρεις τον λόγο είναι μοναδικός και βαθύς. Είναι σαν να έχεις χαθεί σε μια καταιγίδα χωρίς να ξέρεις από ποια κατεύθυνση ήρθε ο άνεμος. Μένεις εκεί, με την καρδιά σου ανοιχτή, να αιμορραγεί αθόρυβα, ελπίζοντας ότι κάποτε, ο χρόνος θα απαλύνει τις πληγές. Ίσως δεν μάθεις ποτέ τον λόγο, αλλά θα μάθεις να ζεις με την απώλεια και να ξαναβρείς τον δρόμο σου, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τον χτίσεις από την αρχή.